Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἑορτάσιμος ἡμέρα

См. также в других словарях:

  • κυριακάτικος — η, ο [Κυριακή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή 2. εορτάσιμος, γιορτινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυριακάτικα τα καλά, τα γιορτινά ρούχα. επίρρ... κυριακάτικα 1. κατά την ημέρα τής Κυριακής («κυριακάτικα κάθησα και δούλεψα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκολιάτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [σκόλη] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκόλη, εορτάσιμος. επίρρ... σκολιάτικα Ν χρον. σε εορτάσιμη ημέρα, κατά τη διάρκεια εορτής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»