-
1 ἑορτάσιμος
ἑορτάσιμος, ον, zu feiern, feierlich; ἡμέρα Plut. qu. Rom. 25; οὐ πάνυ ἑορτάσιμα ὄντα ἐμοί, es sieht bei mir nicht nach Feiertagen aus, Luc. Croniac. 11.
-
2 εορτασιμος
-
3 εορτάσιμος
-
4 ἑορτάσιμος
A of a festival,ἡμέρα J.AJ11.6.13
, cf. Plu.2.270a, OGI524.8 ([place name] Thyatira); ἐμαυτῷ οὐχ ἑορτάσιμα ὄντα though I was in no holiday mood, Luc.Sat. 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑορτάσιμος
-
5 ἱερο-μηνία
ἱερο-μηνία, ἡ, eigtl. der heilige Monat, wie nach Schol. Pind. N. 3, 2 in Athen der Monat Δημητριών hieß, od. der heilige Mond ( μήνη); ein Fest-, Feiertag, Hesych. ἑορτάσιμος ἡμέρα, Harpocr. αἱ ἑορτάδες ἡμέραι, Νεμεάς, das nemeische Fest, Pind. N. 3, 2; ἱερομηνίαν ἄγειν Dem. 24, 20; ἱερομηνίας οὔσης 21, 34, von der Festzeit der Dionysien, öfter; ἐν σπονδαῖς καὶ ἱερομηνίαις Thuc. 3, 65, vgl. 56; Sp., wie Hdn. 1, 16, 5, τὴν τοῦ ἔτους ἀρχὴν ἱερομηνίαν ἄγουσι. – Auch τὰ
-
6 праздничный
праздни||чныйприл ἐορταστικός, ἐορτάσιμος (о дне) / γιορτερός, γιορτινός (об одежде):\праздничныйчный вид ἡ γιορτινή ὅψη· \праздничныйчное настроение ἡ γιορτινή διάθεση· \праздничныйчный день ἡ ἐορτάσιμη ἡμέρα, ἡ ἐόρτιος ήμερα.
См. также в других словарях:
κυριακάτικος — η, ο [Κυριακή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κυριακή 2. εορτάσιμος, γιορτινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κυριακάτικα τα καλά, τα γιορτινά ρούχα. επίρρ... κυριακάτικα 1. κατά την ημέρα τής Κυριακής («κυριακάτικα κάθησα και δούλεψα») 2.… … Dictionary of Greek
σκολιάτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [σκόλη] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκόλη, εορτάσιμος. επίρρ... σκολιάτικα Ν χρον. σε εορτάσιμη ημέρα, κατά τη διάρκεια εορτής … Dictionary of Greek